- εκφυσώ
- (α) μετ.1) выдувать; 2) выдыхать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκφυσώ — ( άω) (AM ἐκφυσῶ) φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέω μσν. 1. (για άνεμο) φυσώ 2. αναδίδω αρχ. 1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος») 2. διεγείρω 3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα 4.… … Dictionary of Greek
άντρο — το (Α ἄντρον) σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών νεοελλ. μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών αρχ. εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί… … Dictionary of Greek
εκφυσιώ — ( άω) ἐκφυσιῶ (Α) ποιητ. τ. τού εκφυσῶ («κἀκφυσιῶν ὀξεῑαν αἵματος σφαγήν», Αισχ.) … Dictionary of Greek
εκφύσημα — το (Α ἐκφύσημα) νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση 2. ιατρ. φλύκταινα αρχ. 1. έκρηξη ηφαιστείου 2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
εκφύσηση — η (Α ἐκφύσησις) η ενέργεια τού εκφυσώ, ξεφύσημα … Dictionary of Greek
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek
προσεκφυσώ — άω, Μ [ἐκφυσῶ] φυσώ προς τα έξω επιπροσθέτως («ὑπέρ τὸν Αἰτναῑον [κρατῆρα] προσεξεφύσησεν», Ευστ.) … Dictionary of Greek